- σησαμέλαιο
- το, Νφυτικό έλαιο που λαμβάνεται με συμπίεση τών σπερμάτων τού σουσαμιού, στο οποίο περιέχεται σε αναλογία 47-56%.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον + έλαιον. Η λ., στον λόγιο τ. σησαμέλαιον, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.